- δυναμοσκόπιο
- τοόργανο που χρησιμεύει για δυναμοσκόπηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυναμοσκόπηση — ή δυναμοσκοπία, η μέθοδος ακρόασης τού ασθενούς με το δυναμοσκόπιο, στην οποία με τον βόμβο που ακούγεται υπολογίζονται οι δυνάμεις του … Dictionary of Greek